κνίσμα — κνίσμα, τὸ (Α) [κνίζω] 1. στον πληθ. τὰ κνίσματα α) αμυχές, γρατσουνίσματα («μή που κνίσματ ὄνυξιν ἔχει;» Ανθ. Παλ.) β) μτφ. έριδες, τσακωμοί 2. μτφ. εξοργισμός, εξερεθισμός 3. θραύσμα, τρίμμα … Dictionary of Greek
κνίσμα — scratches neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίσμασιν — κνίσμα scratches neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίσματα — κνίσμα scratches neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίσματ' — κνίσματα , κνίσμα scratches neut nom/voc/acc pl κνίσματι , κνίσμα scratches neut dat sg κνίσματε , κνίσμα scratches neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίζω — (AM κνίζω) νεοελλ. προκαλώ κνησμό, ερεθίζω το δέρμα μσν. αρχ. 1. ξύνω 2. πληγώνω, κεντώ, κάνω αμυχή αρχ. 1. (για έρωτα ή άλλα αισθήματα) πειράζω, ερεθίζω (α. «τὸν δὲ Ἀρίστωνα ἐκνιζε ἄρα τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως», Ηρόδ. β. «μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ»,… … Dictionary of Greek
πρόσκνισμα — ίσματος, τὸ, Α 1. ερεθισμός 2. μτφ. εμπαιγμός, χλευασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κνίσμα (< κνίζω «ξύνω»)] … Dictionary of Greek
ken-2, kenǝ-, keni-, kenu-; — ken 2, kenǝ , keni , kenu ; English meaning: to rub, scrape off; ashes Deutsche Übersetzung: “kratzen, schaben, reiben” Note: various with conservative extensions Material: I. Leichte basis: Gk. κόνις, ιος f. “dust, ash” ( is… … Proto-Indo-European etymological dictionary