κνισμα

κνισμα
    κνίσμα
    -ατος τό
    1) обрезок, клочок
    

(κνίσματα καὴ περιτμήματα τῶν λόγων Plat.)

    2) царапина:
    

(κνίσματα ὄνυξιν ἔχειν, sc. τοῦ αἰετοῦ Anth.)

    3) мелкая ссора
    

τὰ ποθεύντων κνίσματα Anth. — размолвки влюбленных


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κνισμα" в других словарях:

  • κνίσμα — κνίσμα, τὸ (Α) [κνίζω] 1. στον πληθ. τὰ κνίσματα α) αμυχές, γρατσουνίσματα («μή που κνίσματ ὄνυξιν ἔχει;» Ανθ. Παλ.) β) μτφ. έριδες, τσακωμοί 2. μτφ. εξοργισμός, εξερεθισμός 3. θραύσμα, τρίμμα …   Dictionary of Greek

  • κνίσμα — scratches neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνίσμασιν — κνίσμα scratches neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνίσματα — κνίσμα scratches neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνίσματ' — κνίσματα , κνίσμα scratches neut nom/voc/acc pl κνίσματι , κνίσμα scratches neut dat sg κνίσματε , κνίσμα scratches neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνίζω — (AM κνίζω) νεοελλ. προκαλώ κνησμό, ερεθίζω το δέρμα μσν. αρχ. 1. ξύνω 2. πληγώνω, κεντώ, κάνω αμυχή αρχ. 1. (για έρωτα ή άλλα αισθήματα) πειράζω, ερεθίζω (α. «τὸν δὲ Ἀρίστωνα ἐκνιζε ἄρα τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως», Ηρόδ. β. «μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ»,… …   Dictionary of Greek

  • πρόσκνισμα — ίσματος, τὸ, Α 1. ερεθισμός 2. μτφ. εμπαιγμός, χλευασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κνίσμα (< κνίζω «ξύνω»)] …   Dictionary of Greek

  • ken-2, kenǝ-, keni-, kenu-; —     ken 2, kenǝ , keni , kenu ;     English meaning: to rub, scrape off; ashes     Deutsche Übersetzung: “kratzen, schaben, reiben”     Note: various with conservative extensions     Material: I. Leichte basis: Gk. κόνις, ιος f. “dust, ash” ( is… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»